εχέφρων

εχέφρων
(-όνος), ων, ον благоразумный, здравомыслящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εχέφρων" в других словарях:

  • Ἐχέφρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέφρων — sensible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχέφρων — ον (ΑΜ ἐχέφρων, ον) αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον η σύνεση, η φρόνηση. επίρρ... εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως) με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.… …   Dictionary of Greek

  • ἐχεφρονέστατον — ἐχέφρων sensible masc acc superl sg ἐχέφρων sensible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέφρον — ἐχέφρων sensible masc/fem voc sg ἐχέφρων sensible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέφρονα — ἐχέφρων sensible neut nom/voc/acc pl ἐχέφρων sensible masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεφρονέστερος — ἐχέφρων sensible masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐχεφρόνων — Ἐχέφρων masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεφρόνων — ἐχέφρων sensible gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεφρόνως — ἐχέφρων sensible adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐχέφρον — Ἐχέφρων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»